Φιλοσοφική Σχολή
Η γλώσσα είναι ένα πολύπλοκο σύστημα επικοινωνίας που χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο για την επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους. Η γλώσσα μπορεί να μελετηθεί είτε ως σύστημα είτε ως όργανο επικοινωνίας, κάτι που γίνεται από τους διάφορους κλάδους της Θεωρητικής Γλωσσολογίας. Μπορεί επίσης να μελετηθεί από βιολογική και ψυχολογική άποψη, κάτι που γίνεται από διάφορους διεπιστημονικούς τομείς. Η Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία αφορά την εφαρμογή ευρημάτων της Θεωρητικής Γλωσσολογίας στην επίλυση κοινωνικών προβλημάτων.
Οι άνθρωποι άρχισαν να ασχολούνται με τη γλώσσα με ποικίλους τρόπους από πολύ νωρίς. Στους μεγάλους πολιτισμούς του λεγόμενου «εύφορου μισοφέγγαρου» (Μεσοποταμία και Αίγυπτο) επινοήθηκαν συστήματα γραφής (ιερογλυφικά και ιδεογράμματα), από τα οποία εξελίχτηκαν αργότερα άλλα συστήματα (συλλαβικές και συμφωνικές γραφές), μία από τις οποίες μετασχημάτισαν σε αλφάβητο οι Έλληνες. Οι λόγιοι αυτών των παλιών πολιτισμών έγραψαν επίσης Γραμματικές· η παλιότερη που έχουμε στη διάθεσή μας είναι μια Βαβυλωνιακή Γραμματική που χρονολογείται γύρω στο 1600 π.Χ. Οι πρώτες θεωρητικές αναζητήσεις, όμως, ο πρώτος δηλαδή ελεύθερος στοχασμός σχετικά με τη γλώσσα και τη σχέση της με τον κόσμο και τον άνθρωπο ξεκίνησε, όπως ο φιλοσοφικός στοχασμός γενικότερα, από την Αρχαία Ελλάδα.
Το πρώτο φιλοσοφικό κείμενο για τη γλώσσα είναι ο διάλογος του Πλάτωνα Κρατύλος, γνωστός και ως Περί ονομάτων λόγος. Το ερώτημα που θέτουν ο Κρατύλος και ο Ερμογένης στον Πλάτωνα είναι αν υπάρχει φυσική σχέση ανάμεσα στα όντα και στα ονόματά τους. Ο Αριστοτέλης, το πιο ακριβές και συστηματικό μυαλό ανάμεσα στους φιλοσόφους της αρχαιότητας, ασχολήθηκε με αρκετά γλωσσικά ζητήματα σε ποικίλα έργα του.
Οι Στωικοί ασχολήθηκαν ιδιαίτερα συστηματικά με τη γλώσσα, η οποία κατείχε σημαντική θέση στο φιλοσοφικό τους σύστημα. Ήταν οι πρώτοι που μίλησαν για σημεία, δίνοντας έμφαση στη διάκριση μεταξύ της μορφής και του περιεχομένου, τα οποία ονόμασαν σημαίνον και σημαινόμενο αντίστοιχα. Η ιδέα του σημείου με τις δύο πλευρές του υιοθετήθηκε από τους Μεσαιωνικούς (Σχολαστικούς) Φιλοσόφους· ήρθαν σε επαφή μαζί της μέσω του Ιερού Αυγουστίνου, ο οποίος είχε αποδώσει τους όρους των Στωικών με τους λατινικούς signans (σημείο), significans (σημαίνον) και significandum (σημαινόμενο). Αργότερα αναπτύχθηκε με ελαφρώς διαφορετικό τρόπο από τον Saussure, ο οποίος μίλησε πρώτος για την ανάγκη δημιουργίας ενός κλάδου Σημειολογίας, πράγμα που έγινε από τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα.
Οι Στωικοί έθεσαν τις βάσεις της Γραμματικής, καθώς ήταν οι πρώτοι που μίλησαν για μέρη του λόγου, για κλίσεις του ονόματος και του ρήματος, για πτώσεις κ.ά. Οι αρχές τους έθεσαν τις βάσεις για τη συγγραφή των Γραμματικών κατά την Ελληνιστική εποχή. Στον δυτικό κόσμο η Γραμματική εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ελληνιστική εποχή ως Τέχνη Γραμματική. Η πρώτη πλήρης Γραμματική συντάχθηκε από τον Διονύσιο τον Θράκα στο τέλος του 2ου π.Χ. αιώνα. Ο Διονύσιος ο Θραξ υιοθέτησε τις αρχές των Στωικών, αλλά πρόσθεσε μέρη του λόγου, ταξινόμησε τις ελληνικές λέξεις βάσει χαρακτηριστικών όπως γένος, πτώση, αριθμό, χρόνο, φωνή, έγκλιση και γενικά προσπάθησε να συστηματοποιήσει τα στοιχεία της γλώσσας εντοπίζοντας τις κανονικότητες της γλώσσας. Ο δεύτερος μεγάλος σταθμός ήταν η Γραμματική την οποία έγραψε τον 2ο αιώνα μ.Χ. ο Απολλώνιος Δύσκολος, ο οποίος πρόσθεσε και συντακτική ανάλυση.
Οι Λατίνοι ασχολήθηκαν πολύ με τη γλώσσα και τη συγγραφή Γραμματικής. Μεταξύ των Ρωμαίων που έγραψαν Γραμματικές συγκαταλέγονται οι Varro, Cicero, Quintilianus, Julius Caesar, Aelius Donatus, Priscianus. Οι Λατίνοι Γραμματικοί ακολούθησαν σε μεγάλο βαθμό το πρότυπο των Αλεξανδρινών, διατηρώντας τα ίδια μέρη του λόγου και την ίδια λογική στην ταξινόμηση κλιτικών παραδειγμάτων. Η ομοιότητα της δομής των δύο γλωσσών συνετέλεσε στο να θεωρηθούν οι λεξικές και οι γραμματικές κατηγορίες της Ελληνικής καθολικές. Όλη η δυτική γραμματική παράδοση στηρίζεται στην ελληνορωμαϊκή αυτή κληρονομιά.
Στον Μεσαίωνα οι Σχολαστικοί Φιλόσοφοι υποστήριξαν την καθολικότητα των κατηγοριών. Στόχος της Γραμματικής είναι να εντοπίσει τα καθολικά στοιχεία της γλώσσας (universalia). Οι λεγόμενες Φιλοσοφικές Γραμματικές του Μεσαίωνα έχουν συνταχθεί με αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Οι πιο γνωστές είναι του Ρογήρου Βάκωνος (Roger Bacon!) και η λίγο μεταγενέστερη του Port Royal. Οι σύγχρονοι σημειολόγοι π.χ. αναφέρονται συχνά στους Σχολαστικούς Φιλοσόφους· χαρακτηριστικό παράδειγμα το μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο Το Όνομα του Ρόδου, το οποίο εκτυλίσσεται σε μεσαιωνικό μοναστήρι.
Η επιστήμη της Γλωσσολογίας, που ξεκίνησε τον 19ο αιώνα, μετά τη γνωριμία των Ευρωπαίων όχι μόνο με τη γλώσσα, αλλά και με τη Γραμματική της Σανσκριτικής, επηρεάστηκε βαθύτατα από αυτήν, ιδίως ως προς τη φωνητική/φωνολογική και μορφολογική ανάλυση. Κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα ένας Βρετανός δικαστής στην Ινδία, ο Sir William Jones αποφάσισε να μάθει Σανσκριτικά για να μπορέσει να διαβάσει από το πρωτότυπο τα αρχαία ινδικά κείμενα. Κατάπληκτος εντόπισε πάρα πολλές ομοιότητες με τις κλασικές γλώσσες, Ελληνική και Λατινική, τις οποίες βεβαίως γνώριζε άριστα, όπως όλοι οι μορφωμένοι της εποχής του. Έγραψε λοιπόν ένα ιστορικό πλέον άρθρο, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1786 στην Αγγλία και στο οποίο υπήρχε η περίφημη παρατήρηση: Η Σανσκριτική παρουσιάζει μια ομοιότητα προς την Ελληνική και τη Λατινική τόσο ως προς τις ρίζες των ρημάτων όσο και ως προς τους τύπους των λέξεων τόσο έντονη, ώστε να είναι αδύνατον να είναι τυχαία· τόσο έντονη ώστε να είναι αδύνατον οποιοσδήποτε φιλόλογος να τις εξετάσει χωρίς να πιστέψει ότι έχουν ξεπηδήσει από την ίδια πηγή, η οποία ίσως να μην υπάρχει πια. Η είδηση αυτή δημιούργησε σάλο και απίστευτο ενθουσιασμό στους επιστημονικούς κύκλους της εποχής. Έδωσε το έναυσμα για μία εντυπωσιακή ερευνητική δραστηριότητα, η οποία, μέσα από τη σύγκριση αυτών και αργότερα και άλλων γλωσσών προσπάθησε να ελέγξει την υπόθεση αυτή που διατυπώθηκε από τον Jones.
Σύντομα αναπτύχθηκε η θεωρία των οικογενειών γλωσσών, καθιερώθηκε η ονομασία Ινδοευρωπαϊκή για την πρωτογλώσσα από την οποία προέρχονται οι τρεις αυτές γλώσσες και οι απόγονοί τους και καταρτίστηκαν οικογενειακά δέντρα των γλωσσών. Οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν στην επανασύνθεση της Πρωτοϊνδοευρωπαϊκής και εντοπίστηκαν οι τρόποι με τους οποίους άλλαξαν οι θυγατρικές γλώσσες (βάσει των φωνητικών νόμων και της αναλογίας). Προς το τέλος του αιώνα η συσσωρευμένη αυτή γνώση άρχισε να συστηματοποιείται και να θεωρητικοποιείται περισσότερο στα πλαίσια της σχολής των Νεογραμματικών (Junggrammatiker). Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η σημαντική φυσιογνωμία του Wilhelm von Humboldt.
Η σύγχρονη Γλωσσολογία θεωρείται ότι αρχίζει το 1916 με τη δημοσίευση του μεταθανάτιου έργου του Ferdinand de Saussure Cours de linguistique generale Στο έργο αυτό, βασισμένο στις σημειώσεις των μαθητών του Ελβετού γλωσσολόγου, τονίζεται για πρώτη φορά εμφατικά η σημασία της μελέτης του συστήματος της γλώσσας. Ο Δομισμός διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη, όπου αναπτύχθηκαν σχολές με ελαφρές διαφοροποιήσεις (της Κοπεγχάγης, της Πράγας, του Παρισιού κλπ.) και στην Αμερική.
Η Γενετική Γραμματική είναι ο τρίτος μεγάλος σταθμός στην εξέλιξη της μελέτης της γλώσσας. Θεμελιώθηκε από τον Noam Chomsky το 1957, με τη δημοσίευση του βιβλίου του Συντακτικές Δομές (Syntactic Structures) και καθιερώθηκε με την πληρέστερη εκδοχή της που παρουσιάστηκε το 1965 στις Πλευρές της Θεωρίας της Σύνταξης (Aspects of the Theory of Syntax).
Η γνωστική ή γνωσιακή προσέγγιση στη γλώσσα αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες και βασίζεται στην ιδέα ότι η γλωσσική ικανότητα του ανθρώπου αποτελεί μέρος της ευρύτερης γνωστικής του ικανότητας, της ικανότητάς του δηλαδή να κατανοεί τον κόσμο του, και η κατάκτηση της γλώσσας πραγματοποιείται με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται οποιαδήποτε διαδικασία μάθησης.
Όποιος ενδιαφέρεται για το θέμα,μπορεί να βρει πολύ περισσότερες πληροφορίες στο έργο του R.H. Robins (19974) A Short History of Linguistics, London: Longman, μεταφρασμένο στην Ελληνική από την Αθηνά Μουδοπούλου το 1989, στις εκδόσεις Νεφέλη και στον David Crystal (19972), The Cambridge Encyclopedia of Language, Cambridge: Cambridge University Press.
Από αριστερά προς τα δεξιά: Ο πάπυρος του Ani (η βίβλος των νεκρών), πινακίδα με σφηνοειδή γραφή από τη Μεσοποταμία, πινακίδα με Γραμμική γραφή Β’ από την Πύλο, πινακίδα από το Μεξικό με ιερογλυφικά των Μάγια, ο δίσκος της Φαιστού με τα μη αποκρυπτογραφημένα ιδεογράμματα Φιλοσοφικοί προβληματισμοί για τη γλώσσα
Όλες οι γλώσσες παρουσιάζουν ποικιλία: κάθε γλώσσα εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές σε διαφορετικές περιοχές, σε διαφορετικές ομάδες πληθυσμού, σε διαφορετικές επικοινωνιακές συνθήκες και σε διαφορετικά άτομα. Tα είδη των ποικιλιών που εμφανίζονται στις γλώσσες είναι:
α) Η γεωγραφική ποικιλία (διάλεκτος): Κατά κανόνα οι γλώσσες διαφοροποιούνται αρκετά έντονα κατά περιοχή. Ο αριθμός των διαλέκτων είναι ανάλογος με την έκταση στην οποία μιλιέται η κάθε γλώσσα και με την ποικιλία που παρουσιάζει το γεωγραφικό ανάγλυφο της περιοχή. Περιοχές όπου έντονα φυσικά όρια (βουνά, μεγάλα ποτάμια, λίμνες, θάλασσα), ιδίως στο παρελθόν, εμπόδιζαν την επικοινωνία, παρουσιάζουν συνήθως μεγαλύτερη διαλεκτική διαφοροποίηση.
β) Η κοινωνική ποικιλία (κοινωνιόλεκτος ή κοινωνική διάλεκτος): Η κοινωνιογλωσσική διαφοροποίηση μπορεί να μην είναι πάντοτε τόσο αισθητή όσο η γεωγραφική, αλλά υπάρχει σε όλες τις γλώσσες και σε όλες τις εποχές. Διαφορετικές κοινωνικές ομάδες διαφοροποιούνται μεταξύ τους και από τον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται γλωσσικά, είτε συνειδητά (λ.χ. διάφορες αργκό, ποικιλίες δηλαδή που χρησιμοποιούνται από περιθωριακές/περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες και η λεγόμενη «γλώσσα των νέων»), είτε όχι. Όλες οι κοινωνικές ομάδες, ακόμη κι αν δεν διαφοροποιούνται συνειδητά, διαθέτουν ορισμένα γλωσσικά χαρακτηριστικά που φανερώνουν την ταυτότητα των ομιλητών τους· με άλλα λόγια, όλοι οι ομιλητές μιλούν μία κοινωνιόλεκτο. Επίσης, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται οι ομιλητές διαφoροποιείται ανάλογα με τις συνθήκες στις οποίες γίνεται η επικοινωνία – εξαρτάται από τους συνομιλητές, τον τόπο, τον χρόνο και την περίσταση. Οι ίδιοι ομιλητές σε διαφορετικές συνθήκες μιλούν με διαφορετικό τρόπο – ακόμη και οι ίδιοι συνομιλητές μιλούν με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικές συνθήκες. Τις ποικιλίες αυτές τις ονομάζουμε επίπεδα ύφους ή καταστασιακά ιδιώματα.
γ) Η ατομική ποικιλία (ιδιόλεκτος): Κάθε άνθρωπος παρουσιάζει ιδιαιτερότητες στην προφορά, στον επιτονισμό, στο λεξιλόγιο, στα συντακτικά σχήματα που χρησιμοποιεί κ.λπ. Μερικοί άνθρωποι έχουν τόσο χαρακτηριστική ιδιόλεκτο, ώστε να αναγνωρίζεται αμέσως από όλους τους γνωστούς τους, άλλοι έχουν λιγότερο αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά, αλλά όλοι έχουν δική τους ιδιόλεκτο. Στην ατομική ποικιλία ανήκει και το ύφος, που εξετάζεται είτε ως απόκλιση είτε ως αποτέλεσμα επιλογής. Η θεώρηση του ύφους ως απόκλισης προϋποθέτει την ιδέα της νόρμας, του κανονικού, δηλαδή, αμαρκάριστου ή ουδέτερου τρόπου έκφρασης των πραγμάτων. Η θεώρηση του ύφους ως επιλογής υποστηρίζει ότι το ύφος βασίζεται στις επιλογές που κάνει κανείς από τις διαθέσιμες δυνατότητες έκφρασης.
Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι όλες αυτές οι γλωσσικές ποικιλίες αποτελούν αποκλίσεις από την επίσημη και επομένως κατά τη γνώμη τους σωστή γλώσσα. Στην πραγματικότητα η επίσημη γλώσσα δεν είναι παρά μία από τις ποικιλίες της γλώσσας. Κατά κανόνα βασίζεται σε μία από τις γεωγραφικές και μία ή δύο από τις κοινωνικές διαλέκτους, αλλά συνήθως έχει στοιχεία και από άλλες ποικιλίες. Στη Γλωσσολογία την ονομάζουμε κοινή διάλεκτο ή πρότυπη γλώσσα και τη θεωρούμε απόλυτα ισότιμη με τις άλλες διαλέκτους.